νηφ-άλ-ιος

  • 1φυτάλιος — ον, Α φυτάλμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ τού φύω* με επίθημα ταλ ιος (βλ. λ. φυταλιά), ενώ, κατ άλλους, έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν με επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος)] …

    Dictionary of Greek