νηυσιπέρητος
1νηυσιπέρητος — νηυσιπέρητος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος …
2νηυσιπέρητος — navigable masc/fem nom sg …
3νηυσιπέρητον — νηυσιπέρητος navigable masc/fem acc sg νηυσιπέρητος navigable neut nom/voc/acc sg …
4νηυσιπέρητοι — νηυσιπέρητος navigable masc/fem nom/voc pl …
5ναυσιπέρατος — και ιων. τ. νηυσιπέρητος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)] …