νησίγδα

  • 1νησίγδα — νησίγδα, ἡ (Α) είδος φαγητού («νησίγδα ἐν νυκτὶ ἀποδιδόασι μάσημά τι ποιόν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek