νησιώτης
1νησιώτης — islander masc nom sg …
2νησιώτης — (5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που… …
3νησιώτης — ο θηλ. ιώτισσα ο κάτοικος νησιού ή αυτός που κατάγεται από νησί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4νησιωτέων — νησιώτης islander masc gen pl (epic ionic) …
5νησιωτῶν — νησιώτης islander masc gen pl …
6νησιῶται — νησιώτης islander masc nom/voc pl …
7νησιῶτιν — νησιώτης islander fem acc sg …
8νησιῶτις — νησιώτης islander fem nom sg …
9νησιώταις — νησιώτης islander masc dat pl …
10νησιώτην — νησιώτης islander masc acc sg (attic epic ionic) …