νησιάδεια

  • 1Νησιάδεια — Νησιάδεια, τὰ (Α) 1. εορτή που τελούσαν οι αρχαίοι στη Δήλο 2. (στον εν.) τὸ Νησιάδειον ονομασία ενός κληροδοτήματος στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. άδεια (< άδης) με ι αναλογικό προς τα νησιώτης, νησίαρχος] …

    Dictionary of Greek