νηρεύς

  • 31νήρειον — νήρειον, τὸ (Α) το φυτό δελφίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού Νηρεύς ή τού νήριον] …

    Dictionary of Greek

  • 32νήρειος — νήρειος, εία, ον (Α) [Νηρεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θαλάσσιο θεό Νηρέα …

    Dictionary of Greek

  • 33νερίνη — και νηρίνη, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αμαρυλλιδίδες με 30 περίπου είδη πολυετών βολβόρριζων ποωδών φυτών, ορισμένα από τα οποία καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 34νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α …

    Dictionary of Greek

  • 35Πελεκάνος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα. Επικεφαλής σώματος 27 ανδρών πολέμησε εναντίον του Δράμαλη (1822). Ως πυροβολητής του πλοίου Νηρεύς του Α. Κριεζή, πήρε μέρος στη ναυμαχία της Στυλίδας και, τέλος, διακρίθηκε στις επιχειρήσεις κατά του… …

    Dictionary of Greek

  • 36Νηρέα — Νηρέᾱ , Νηρεύς Nereus masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 37Νηρέι — Νηρέϊ , Νηρεύς Nereus masc dat sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 38snā-, snǝ-(t-), snāu-, sn-eu-, sn-et- —     snā , snǝ (t ), snāu , sn eu , sn et     English meaning: to flow, swim; damp     Deutsche Übersetzung: “fließen, Feuchtigkeit”     Material: 1. O.Ind. snü ti, snüyatē “badet (sich)”, participle snüta , Av. snayeitē “wäscht, purifies,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary