νηπιᾰχεύω
1νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] …
2νηπιαχεύων — νηπιαχεύω to be childish pres part act masc nom sg …
3νηπιάχω — (Α) νηπιαχεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιος» κατά τα ιάχω, στενάχω] …
4νηπιεύομαι — (Α) [νήπιος] νηπιαχεύω* …