νηπιότης
1νηπιότης — νηπιότης, ἡ (ΑΜ) [νήπιος] η περίοδος τής βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας τού ανθρώπου αρχ. 1. (κατ επέκτ.) η παιδική ηλικία 2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία 3. παιδική αθωότητα 4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη… …
2νηπιότης — childhood fem nom sg …
3νηπιότησιν — νηπιότης childhood fem dat pl …
4νηπιότητα — νηπιότης childhood fem acc sg …
5νηπιότητας — νηπιότης childhood fem acc pl …
6νηπιότητες — νηπιότης childhood fem nom/voc pl …
7νηπιότητι — νηπιότης childhood fem dat sg …
8νηπιότητος — νηπιότης childhood fem gen sg …
9νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …
10νηπυτία — νηπυτία, ἡ (Α) [νηπύτιος] νηπιότης* …
- 1
- 2