νηοῦ

  • 1νηοῦ — ναός 2 Ma. masc gen sg (epic ionic) νηέω heap pres imperat mp 2nd sg (attic) νηέω heap imperf ind mp 2nd sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κεύθος — κεῡθος, τὸ (Α) [κεύθω] κευθμών*, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» στα βάθη τής γης, Ομ. Ιλ. β. «κεῡθος οἴκων» τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ. γ. κεῡθος πόντου» τα βάθη τής θάλασσας, Οππ. δ. «κεύθεα νηοῡ» το… …

    Dictionary of Greek