1νηήσεται — νηέω heap aor subj mid 3rd sg (epic) νηέω heap fut ind mid 3rd sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2νηέομαι — (Α) νέομαι*, έρχομαι, φθάνω («λαβροτάτου στόματος νηήσεται ἄχρις ἐδωδή», Οππ.) …
Dictionary of Greek