νεᾰρός
1νεαρός — youthful masc nom sg …
2νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… …
3νεαρός — ή, ό 1. ονέος στην ηλικία: Νεαρό ζευγάρι. 2. το θηλ. στον πληθ. ως ουσ., Νεαρές συλλογή νόμων που εκδόθηκαν από τον Ιουστινιανό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4νεαρά — νεαρός youthful neut nom/voc/acc pl νεαρά̱ , νεαρός youthful fem nom/voc/acc dual νεαρά̱ , νεαρός youthful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5νεαρώτερον — νεαρός youthful adverbial comp νεαρός youthful masc acc comp sg νεαρός youthful neut nom/voc/acc comp sg …
6νεαρωτάτων — νεαρός youthful fem gen superl pl νεαρός youthful masc/neut gen superl pl …
7νεαρῶν — νεαρός youthful fem gen pl νεαρός youthful masc/neut gen pl …
8νεαρόν — νεαρός youthful masc acc sg νεαρός youthful neut nom/voc/acc sg …
9νεαραῖς — νεαρός youthful fem dat pl …
10νεαραῖσι — νεαρός youthful fem dat pl (epic ionic aeolic) …