νεώτερος

  • 1νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… …

    Dictionary of Greek

  • 2νεώτερος — νέος young masc nom comp sg νέος young masc nom comp sg (attic) νεώτερος younger masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νεωτερώτατος — νεώτερος younger masc nom superl sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …

    Dictionary of Greek

  • 5Олимпиодор Младший — В Википедии есть статьи о других людях с именем Олимпиодор. Олимпиодор Младший др. греч. Ὀλύμπιόδωρος ὁ Νεώτερος Дата рождения: 495 год( …

    Википедия

  • 6αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 7ιουνίωρ — ἰουνίωρ, ὁ, (Μ) (ως τίτλος) νεώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. junior «νεώτερος», αλλά και σύγχρονο αγγλ. junior (πρβλ. (John Kennedy Jr.)] …

    Dictionary of Greek

  • 8οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… …

    Dictionary of Greek

  • 9Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… …

    Dictionary of Greek

  • 10ՏՂԱՅ — (ոյ, ոց. կամ ի, ից.) NBH 2 0881 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c, 14c գ. νήπιος, βρέφος, παιδάριον, παῖς, νέος, νεώτερος infans, parvulus, puer, puerulus, juvenis. Մանուկ փոքր. երախայ. ստղմն. մատաղ տիօք. ... * Ի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)