νεώτατα

  • 1νεώτατα — νέος young adverbial superl νέος young neut nom/voc/acc superl pl νέος young adverbial superl (attic) νέος young neut nom/voc/acc superl pl (attic) νεώτατος neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νεωτάτας — νεωτάτᾱς , νέος young fem acc superl pl νεωτάτᾱς , νέος young fem gen superl sg (doric ionic aeolic) νεωτάτᾱς , νέος young fem acc superl pl (attic) νεωτάτᾱς , νέος young fem gen superl sg (attic doric aeolic) νεωτάτᾱς , νεώτατος fem acc pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νεώτερος — η, ο (Α νεώτερος, έρα, ον) [νέος] 1. (για πρόσ.) 1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.) 2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος… …

    Dictionary of Greek

  • 4Χαριτάκης, Κωστής — (1889 – 1956). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ύστερα συμπλήρωσε τις σπουδές του στη μικροβιολογία και υγιεινή στο Παρίσι. Διετέλεσε διευθυντής στο παιδιατρικό τμήμα και στο μικροβιολογικό εργαστήριο της πολυκλινικής της… …

    Dictionary of Greek