νεό-νυμφος

  • 1ζευγόνυμφος — ζευγόνυμφος, ον (Μ) ο συνδεδεμένος με γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. νεό νυμφος, παρά νυμφος] …

    Dictionary of Greek

  • 2θεόνυμφος — θεόνυμφος, ή (AM) (για τη θεοτόκο) η νύμφη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος] …

    Dictionary of Greek

  • 3κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) …

    Dictionary of Greek

  • 4καλόνυμφος — καλόνυμφος, ον (Μ) το θηλ. ως ουσ. η καλόνυμφος καλή, ωραία νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος] …

    Dictionary of Greek

  • 5κλεψίνυμφος — κλεψίνυμφος, ον (Α) κλεψίγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 6φιλόνυμφος — ον, Μ φιλοσύζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + νυμφος (< νύμφη «σύζυγος, νύφη»), πρβλ. νεό νυμφος] …

    Dictionary of Greek