νεόσσευσις
1νεόσσευσις — και αττ. τ. νεόττευσις, ἡ (Α) [νεοσσεύω] νεοσσεία* …
2νεόττευσις — νεόττευσις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεόσσευσις …
3νεόττευσιν — νεόσσευσιν , νεόσσευσις fem acc sg …
1νεόσσευσις — και αττ. τ. νεόττευσις, ἡ (Α) [νεοσσεύω] νεοσσεία* …
2νεόττευσις — νεόττευσις, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεόσσευσις …
3νεόττευσιν — νεόσσευσιν , νεόσσευσις fem acc sg …