νεός
1νέος, -α, -ο — και νιος, νια, νιο 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, καινούριος: Νέος χρόνος. 2. ο μικρός στην ηλικία, ο νεαρός: Είναιακόμη πολύ νέος. 3. αυτός που αντικατέστησε άλλον: Μας ήρθε νέος γυμνασιάρχης. 4. παράξενος, ασυνήθιστος: Νέες ιδέες, νέα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2νέος — young masc nom sg νέος young masc/fem nom sg (attic) …
3νεός — νεός, ἡ (Α) βλ. νειός …
4νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …
5Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …
6Νέος Μαρμαράς — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Μερική άποψη του οικισμού Νέος Μαρμαράς, στον νομό Χαλκιδικής …
7Νέος Παντελεήμων — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Γενική άποψη του οικισμού Νέος Παντελεήμων, στν νομό Πιερίας …
8Νέος Μαρμαράς — Sp Nèos Marmãras Ap Νέος Μαρμαράς/Neos Marmaras L ŠR Graikija …
9Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija …
10νεός — ναῦς ship fem gen sg (epic ionic) …