νεάγγελτος

  • 1νεάγγελτος — νεάγγελτος, ον (Α) αυτός που αναγγέλθηκε ή ανακοινώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀγγέλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 2νεάγγελτον — νεάγγελτος newly masc/fem acc sg νεάγγελτος newly neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …

    Dictionary of Greek