νεό-δμητος

  • 1εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2θειόδμητος — θειόδμητος, ον (Α) ποιητ. τ. τού θεόδμητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, κτίζω», πρβλ. νεό δμητος, χρυσό δμητος] …

    Dictionary of Greek

  • 3υψίδμητος — ον, Α ὑψίδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δμητος (< θ. δμη τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό δμητος (Ι)] …

    Dictionary of Greek

  • 4χρυσεόδμητος — και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, ον, Α (ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό… …

    Dictionary of Greek