νεω-ποιός

  • 1ζεοποίιον — ζεοποίιον, τό (Α) μύλος για άλεσμα τής ζέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + ποιιον ( ποιος < ποιώ), πρβλ. ιερο ποίιον, νεω ποίιον] …

    Dictionary of Greek

  • 2νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …

    Dictionary of Greek