νεω-κόρος

  • 1ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… …

    Dictionary of Greek

  • 2ιεροκόρος — ἱεροκόρος, ὁ (Α) ο νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόρος (< κορώ «καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 3μυλοκόρος — ο (Α μυλοκόρος) αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 4πυρκόρος — ὁ, Α πιθ. αυτός που επιμελείται τη διατήρηση τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κόρος (< κορῶ [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 5σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… …

    Dictionary of Greek

  • 6σιοκόρος — ὁ, Α (λακων. τ.) νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 7φανοκόρος — ο, Ν 1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη 2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και… …

    Dictionary of Greek