νεωλκός
1νεωλκός — one who hauls up a ship into dock masc nom sg …
2νεωλκός — ο (Α νεωλκός) αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.) νεοελλ. το νεώλκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νηF ολκός (< *νāF ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + ολκός (<… …
3νεωλκοί — νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc nom/voc pl …
4ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …
5νεωλκία — νεωλκία, ἡ (Α) [νεωλκός] ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση …
6νεωλκώ — (Α νεωλκῶ, έω) [νεωλκός] 1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.) 2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.) …
7νεώλκιο — και νεωλκείο, το (Α νεώλκιον) [νεωλκός] ναυτ. κεκλιμένο επίπεδο στην ακτογραμμή πάνω στο οποίο ανελκύονται τα μικρά πλοία για επιθεώρηση, επισκευή ή χρωματισμό τών υφάλων και καθαρισμό …
8νεωλκοῦ — νεωλκέω haul a ship up on land pres imperat mp 2nd sg (attic) νεωλκέω haul a ship up on land imperf ind mp 2nd sg (attic) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen sg …
9νεωλκῶ — νεωλκέω haul a ship up on land pres subj act 1st sg (attic epic doric) νεωλκέω haul a ship up on land pres ind act 1st sg (attic epic doric) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen sg (doric aeolic) …
10νεωλκῶν — νεωλκέω haul a ship up on land pres part act masc nom sg (attic epic doric) νεωλκός one who hauls up a ship into dock masc gen pl …