νεφέλιον
1νεφέλιον — nebula neut nom/voc/acc sg …
2νεφελίοις — νεφέλιον nebula neut dat pl …
3νεφελίου — νεφέλιον nebula neut gen sg …
4νεφελίων — νεφέλιον nebula neut gen pl …
5νεφελίῳ — νεφέλιον nebula neut dat sg …
6νεφέλια — νεφέλιον nebula neut nom/voc/acc pl …
7Туманности — Так называются видимые в достаточно сильные трубы в различных местностях небесного свода бесформенные скопления светящейся материи, похожие на легкие облачка или хлопья фосфоресцирующего тумана. Т. на первый взгляд легко смешать со слабыми… …
8νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …
9νεφέλιο(ν) — το (Α νεφέλιον) υποκορ. 1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι 2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων 3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή νεοελλ. 1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα… …
10νεφελίς — η (Α νεφελίς) νεοελλ. ζωολ. γένος δακτυλιοσκωλήκων αρχ. νεφέλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επίθημα ίς. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. στη ζωολ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. nephelis] …