νευρ-όω
1νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …
2νεῦρ' — νεῦρα , νεῦρον sinew neut nom/voc/acc pl …
3νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …
4BULBI — cum nucleis pineis, eruca et pipere in nuptiis olim adhibiti sunt; inde enim, in Nuptialia cena, Sponso ferculum parati consuevisse, scribit Alexander ab Alexandro Genial. Dier. l. 2. c. 5. ut apud quosdam idem fiebat ex papaveris semine cum… …
5-ωμα — ΝΜΑ κατάληξη ουδέτερων ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / ῶ, όω (πρβλ. μίσθ ωμα, στίλβ ωμα). Η κατάληξη αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων ακόμη και αν δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε ῶ / όω (πρβλ. ἀρσέν… …
6-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος …
7ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… …
8ζεφυρώδης — ζεφυρώδης, ες (Μ) με δυτικό ευνοϊκό άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ζοφ ώδης, νευρ ώδης] …
9θηλαλγία — η ο πόνος τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + αλγία (< άλγος), πρβλ. μυ αλγία, νευρ αλγία] …
10ινιδώδης — ες αυτός που αποτελείται από λεπτότατα ινίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ινίδιο + ώδης (πρβλ. ιν ώδης, νευρ ώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεωργ. Καραμήτσα] …