νεο-σίγᾰλος

  • 1σιγαλώ — όω, Α καθιστώ κάτι λείο, στιλπνό, στιλβώνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το σιγαλόεις «λείος, στιλπνός, γυαλιστερός» και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σίγαλος (πρβλ. νεο σίγαλος)] …

    Dictionary of Greek