νεοττούς
1νεοττούς — νεοσσός young bird masc acc pl (attic) …
2MUSTELA — I. MUSTELA inter Numina Thebanorum, apud Clementem Alexandr. Protrept p. 19. Θηβαῖοι ῾τετιμήκασἰ τὰς γαλᾶς δὰ τὸν Ηῥακλέους γένεσιν. Galanthis enim Alcumenae parturienti astutiâ suâ opem tulerat, quapropter ab Herculis noverca Iunone in Mustelam… …
3εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …
4υποβολιμαίος — α, ο / ὑποβολιμαῑος, αία, ον, ΝΑ νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του β. «ὑποβολιμαίους ποιεῑ τοὺς ἑαυτοῡ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με… …