νεοσσός
1νεοσσός — young bird masc nom sg …
2νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… …
3νεοσσός — ο 1. νεογέννητο πουλί. 2. (για ανθρώπους), πολύ νέος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4νεοσσοῖς — νεοσσός young bird masc dat pl …
5νεοσσοῖσι — νεοσσός young bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6νεοσσοῖσιν — νεοσσός young bird masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7νεοσσοί — νεοσσός young bird masc nom/voc pl …
8νεοσσοῦ — νεοσσός young bird masc gen sg …
9νεοσσούς — νεοσσός young bird masc acc pl …
10νεοσσῶν — νεοσσός young bird masc gen pl …