νεοθηλέα

  • 1νεοθηλέα — νεοθηλής fresh budding neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεοθηλής fresh budding masc/fem acc sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… …

    Dictionary of Greek