νενηφώς

  • 1νενηφότως — (Μ) επίρρ. νηφάλια, με νηφάλιο τρόπο, με σωφροσύνη, με σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. νενηφώς, νενηφότος τού ρ. νήφω] …

    Dictionary of Greek