νεμεσίζω

  • 1νεμεσίζομαι — (ΑΜ, Α σπαν. το ενεργ νεμεσίζω) [νέμεσις] φοβούμαι, ευλαβούμαι κάποιον («τοὺς δὲ Αἰγύπτιον αὐτὸν εἰρηκότας οὐ νεμεσίζομαι», Τζέτζ.) αρχ. 1. οργίζομαι με κάποιον, αγανακτώ («Ἥρῃ δ οὔ τι τόσον νεμεσίζομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (το ενεργ. μόνο στο λεξ.… …

    Dictionary of Greek