νεκταρ-ίτης

  • 1νεκταρίτης — νεκταρίτης, ὁ (Α) φρ. «νεκταρίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νεκτάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. ίτης, δηλωτική ονομασιών ποτών (πρβλ. μηλ ίτης)] …

    Dictionary of Greek