νεκρώσιμη ακολουθία
1ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …
2εξοδιαστικός — ἐξοδιαστικός, ή, όν (Μ) [εξοδιαστής] 1. αυτὸς που ανήκει στη νεκρώσιμη ακολουθία («ἐξοδιαστικὸν ἆσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξοδιαστικόν η νεκρώσιμη ακολουθία …
3νεκρώσιμος — η, ο (ΑΜ νεκρώσιμος, ον) [νέκρωσις] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό («νεκρώσιμη ακολουθία» ειδική ιερή ακολουθία που αποτελείται από κατανυκτικά τροπάρια, ευχές και ψαλμούς και τελείται κατά την κηδεία νεκρού) νεοελλ. 1. νεκρικός… …
4ρέκβιεμ — (αιτιατική της λατινικής λέξης «requies» που σημαίνει «ανάπαυση»). Στη λειτουργική της Λατινικής Εκκλησίας ο όρος δηλώνει νεκρώσιμη ακολουθία, που αρχίζει με τις λέξεις «requiem aeternam dona eis...» («ανάπαυσιν αιώνων δος αυτοίς...»). Υπάρχουν… …
5άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος …
6ακέρωτος — (I) ἀκέρωτος, ον (Α) ο άκερος*. (II) η, ο 1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία 3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού 4. όποιος δεν έχει… …
7αμακάριστος — η, ο [μακαριστός] 1. αυτός που δεν μακαρίστηκε ή δεν είναι άξιος μακαρισμού 2. αυτός που θάφτηκε άψαλτος, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία …
8ανεξόδιαστος — η, ο 1. βλ. ανεξόδευτος 2. (για νεκρό) εκείνος για τον οποίο δεν έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * στερ. + ξοδιάζω «δαπανώ, κάνω εκφορά νεκρού»] …
9αξόδιαστος — (I) η, ο 1. ο αξόδευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «ξοδεύω»]. (II) η, ο αυτός που θάφτηκε χωρίς ξόδι, που δεν του έγινε νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «κηδεύω»] …
10διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… …
- 1
- 2