νεκρό
91ενταφιάζω — (AM ἐνταφιάζω) τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, θάβω νεοελλ. φρ. «ενταφιάζω τις ελπίδες...» θάβω, καθιστώ αδύνατη την πραγματοποίηση τών ελπίδων …
92εξυπνώ — (I) και ξυπνώ, άω (Μ ἐξυπνῶ, άω και έω) 1. σηκώνω κάποιον απ τον ύπνο, αφυπνίζω 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι 3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα 4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι νεοελλ. φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» δεν… …
93επεισφέρω — ἐπεισφέρω (Α) 1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῡ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.) 2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.) 3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο 4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου… …
94επιθάπτω — ἐπιθάπτω (Α) 1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά 2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος …
95επικτείνω — ἐπικτείνω (Α) σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.) …
96ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …
97εφύπνιος — ἐφύπνιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ ύπνιος, καθ ύπνιος] …
98ζωοτόμος — ο, η αυτός που ασχολείται ειδικά με την ανατομή ζωντανών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + τόμος (< τέμνω), πρβλ. εμβρυο τόμος, νεκρο τόμος] …
99ζωώδης — ες και ζωώδικος, η, ο (Α ζῳώδης) [ζώον] 1. αυτός που μοιάζει με ζώο στη μορφή ή στην έκφραση («ζωώδης μορφή») 2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, κτηνώδης («ζωώδη ένστικτα») 3. μτφ. κτηνώδης, απάνθρωπος, θηριώδης, αγροίκος αρχ. 1.… …
100ζόμπι — το 1. η θεότητα τού πύθωνα στις λατρείες βουντού 2. η θεότητα τού φιδιού τής τελετουργίας βουντού 3. η υπερφυσική δύναμη που, σύμφωνα με την πίστη τών βουντού, μπορεί να ζωοποιήσει ένα νεκρό σώμα 4. άνθρωπος χωρίς θέληση και ομιλία, ικανός μόνο… …