νεκρό

  • 81γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …

    Dictionary of Greek

  • 82δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …

    Dictionary of Greek

  • 83δακρυδόχος — ο 1. αυτός μέσα στον οποίο μαζεύονται τα δάκρυα («η δακρυδόχος κύστη τού ματιού») 2. το αρσ. ως ουσ. δακρυδόχος μυροφόρος λήκυθος που πήρε αυτή την ονομασία από την εσφαλμένη αντίληψη ότι σ αυτή συγκεντρώνονταν τα δάκρυα όσων θρηνούσαν τον νεκρό …

    Dictionary of Greek

  • 84διάβασμα — το (Μ διάβασμα) [διαβάζω] 1. η ανάγνωση 2. η μελέτη 3. η ανάγνωση, ιδιαίτερα από κληρικό, ευχής για ασθενή ή νεκρό 4. ο τρόπος τής ανάγνωσης κατά την απαγγελία 5. επίπληξη, μάλωμα 6. φρ. «θέλει διάβασμα» ή «είναι για διάβασμα» α) είναι ανόητος β) …

    Dictionary of Greek

  • 85διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …

    Dictionary of Greek

  • 86διανοίγω — (AM διανοίγω) 1. δημιουργώ άνοιγμα 2. ανοίγω λίγο, μόλις ανοίγω, ανοίγω κάτι διαχωρίζοντάς το αρχ. μσν. ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ αρχ. 1. ανατέμνω νεκρό σώμα 2. κατανοώ πλήρως …

    Dictionary of Greek

  • 87ειδωλοποιία — εἰδωλοποιία, η (Α) 1. ο σχηματισμός ειδώλων σε κάτοπτρο 2. κατασκευή εικόνων από ζωγράφο 3. κατασκευή ειδώλων 4. εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό, φαντασία 5. παραγωγή νοητικών εικόνων 6. το να αποδίδονται φωνή και λόγια σε νεκρό …

    Dictionary of Greek

  • 88εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …

    Dictionary of Greek

  • 89εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… …

    Dictionary of Greek

  • 90ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… …

    Dictionary of Greek