νεκρό

  • 31επικήδειες τελετές — Παροδικές τελετές, που διαρθρώνονται σε τρεις φάσεις: στην απόσπαση από την προηγούμενη κατάσταση, μια περίοδο στο περιθώριο και στην ένταξη στη νέα κατάσταση. Στη φάση της απόσπασης, ο νεκρός προπέμπεται με τύπους και προσευχές, και συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 32Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 33μοιρολόγια ή μυρολόγια — Τραγούδια της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης με πένθιμο περιεχόμενο τα οποία τραγουδιούνται, κατά τους θανάτους, από συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού αλλά και από γυναίκες (μοιρολογίστρες) που είναι ειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του… …

    Dictionary of Greek

  • 34παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …

    Dictionary of Greek

  • 35ανασπάζομαι — άστηκα, ασπάζομαι με ευλάβεια και σεβασμό (εικόνα, νεκρό κτλ.): Όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, όλοι οι χωριανοί πέρασαν κι ανασπάστηκαν το νεκρό …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 36νεκρός — ή, ό 1. πεθαμένος: ...Σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι την τιμή, όταν είναι νεκρές (Σολωμός). 2. μτφ., αυτός που δεν έχει ζωτικότητα, κίνηση: Γιατί κανείς πριν πέσει χάμω, νεκρός, σωστό το μέτρο του να δείξει δεν μπορεί (Γ. Βλαχογιάννης). 3.… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 37τυμβωρύχος — ο 1. αυτός που ανοίγει τάφους και κλέβει τα αντικείμενα που έχουν θαφτεί με το νεκρό. 2. αυτός που δυσφημίζει νεκρό ή εκμεταλλεύεται τη δράση του νεκρού …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 38Necrophagist — Not to be confused with Necrophagia. Necrophagist Necrophagist performing in Germany in 2010. Shown from left to right: Stephan Fimmers, Muhammed Suiçmez, Romain Goulon (behind), and Sami Raatikainen. Background information …

    Wikipedia

  • 39Necrobiology — The word is derived from the Greek νεκρό meaning death , βìο meaning life , and λόγος meaning the study of . The term cell necrobiology is introduced to comprise the life processes associated with morphological, biochemical, and molecular changes …

    Wikipedia

  • 40некроло́г — а, м. Статья по поводу смерти кого л. с сообщением сведений о жизни и деятельности умершего. Схоронили его на Митрофаньевском кладбище. Ни некролога, ни даже простого извещения об его смерти не было. Салтыков Щедрин, Мелочи жизни. Газета вышла с… …

    Малый академический словарь