νεκρό

  • 121κοσκινομαντεία — η (Α κοσκινομαντεία) η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη τού κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να… …

    Dictionary of Greek

  • 122κουκουλώνω — και κουκλώνω (Μ κουκουλώνω) [κουκούλα] καλύπτω, σκεπάζω εντελώς νεοελλ. 1. περιβάλλω κάποιον με θερμά ενδύματα («κουκουλώθηκα σήμερα, γιατί έχω κρυώσει») 2. συγκαλύπτω, αποκρύπτω μια κακή πράξη («τό κουκούλωσαν το σκάνδαλο, για να αποφύγουν την… …

    Dictionary of Greek

  • 123κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 124κραββατοφόριος — κραββατοφόριος, ὁ (Α) φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κραββατοφόριος αντί τού ορθτ. κραββατοφόρος < κράββατος + φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. κανη φόρος, νεκρο φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 125κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 126κτερεΐζω — και κτερίζω (Α) [κτέρεα] 1. ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές (α. «σὸν ἑταῑρον ἀέθλοισι κτερέϊζε», Ομ. Ιλ. β. «τούσδ εἷς τάφος ἐκτέρισε», Σιμων.) 2. φρ. «κτέρεα κτερεΐζω» ή «κτέρεα κτερίζω» απονέμω τις ύστατες τιμές σε νεκρό …

    Dictionary of Greek

  • 127κωβαθηκαύστης — ή κωβαθιοκαύστης, ὁ (Α) αυτός που καίει κωβάθια*, ιδιότητα που απέδιδαν στον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωβάθια + καύστης (< καίω), πρβλ. καμινο καύστης, νεκρο καύστης] …

    Dictionary of Greek

  • 128κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… …

    Dictionary of Greek