νεκρό

  • 101ηρωολατρία — η 1. η λατρεία που προσφέρεται στους ήρωες, ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν ήρωα (ζωντανό ή νεκρό) 2. η λατρεία ή ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν θνητό που αγγίζει τα όρια τής λατρείας ηρώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ηρωολάτρης (και όχι από ήρως +… …

    Dictionary of Greek

  • 102θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …

    Dictionary of Greek

  • 103θνησείδιον — θνησείδιον, τὸ (Α) (για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη τού θνῄσκω* + υποκορ. κατάλ. είδιον (πρβλ. αμφορ είδιον, βασιλ είδιον, γραφ είδιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 104ισόνεκυς — ἰσόνεκυς, νέκυος, ό, ἡ (Α) όμοιος με νεκρό, σαν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νέκυς «νεκρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 105καθαγίζω — και ιων. τ. καταγίζω (Α) 1. προσφέρω κάτι σε θεό, αφιερώνω σε θεό, καθιερώ* («ἀκροθίνια ταῡτα καταγιεῑν θεῶν ὅτεῳ, δή», Ηρόδ.) 2. ιδίως για θυσία πάνω σε φωτιά («θυμιήματα δὲ παρ αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», Ηρόδ.) 3. αφιερώνω, προσφέρω κάτι στις… …

    Dictionary of Greek

  • 106καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …

    Dictionary of Greek

  • 107καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 108καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 109καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …

    Dictionary of Greek

  • 110καμινοκαύστης — καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α) 1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο 2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο καύστης, νεκρο… …

    Dictionary of Greek