νεκρο-πομπός
1νεκυοπομπός — νεκυοπομπός, όν (Μ) νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη 2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» ονομασία μυθικής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο πομπός, νεκρο πομπός] …
1νεκυοπομπός — νεκυοπομπός, όν (Μ) νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη 2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» ονομασία μυθικής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο πομπός, νεκρο πομπός] …