νεκροδόκος

  • 1νεκροδόκος — νεκροδόκος, ον (Α) (για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιερο δόκος, μηλο δόκος] …

    Dictionary of Greek

  • 2νεκροδόκον — νεκροδόκος receiving the dead masc/fem acc sg νεκροδόκος receiving the dead neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» …

    Dictionary of Greek

  • 4νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …

    Dictionary of Greek