νεκραγωγός

  • 1νεκραγωγός — νεκραγωγός, ον (ΑΜ) αυτός που συνοδεύει τους νεκρούς μσν. (ως επίθ. τού Χάρωνος) αυτός που οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη («νεκραγωγός Χάρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, ξεν αγωγός] …

    Dictionary of Greek

  • 2νεκραγωγόν — νεκραγωγός conducting the dead masc/fem acc sg νεκραγωγός conducting the dead neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νεκραγωγώ — νεκραγωγῶ, έω (Α) [νεκραγωγός] (για τον Ερμή) συνοδεύω, οδηγώ τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη …

    Dictionary of Greek

  • 4νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …

    Dictionary of Greek

  • 5νεκυαγωγός — νεκυαγωγός, όν (Α) (για τον Ερμή) ψυχοπομπός, νεκραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιερ αγωγός, νεκρ αγωγός] …

    Dictionary of Greek

  • 6νεκυηγός — νεκυηγός, όν (Α) νεκραγωγός, αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ ηγός, νεκρ ηγός. Το η τού τ. (αντί αγός) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek