νεκρή

  • 1νεκρή φύση — Ζωγραφικό είδος που ασχολείται με την απεικόνιση άψυχων πραγμάτων δηλαδή με άνθη, καρπούς, κυνήγι, φαγητά, όργανα, εργαλεία κ.ά. Η ν. φ. ανάγεται στην κλασική αρχαιότητα, η οποία όμως αν και δημιούργησε λαμπρά δείγματα του είδους αυτού, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 2Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 3κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 4νατ(ο)ύρ μορτ — η άκλ. νεκρή φύση, ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων, όπως λουλουδιών, καρπών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nature morte «νεκρή φύση»] …

    Dictionary of Greek

  • 5νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …

    Dictionary of Greek

  • 6σαπροφάγος — α, ο, Ν 1. βιολ. αυτός που τρέφεται με νεκρή ή σηπόμενη οργανική ύλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπροφάγα ζωολ. οι ζωικοί οργανισμοί που τρέφονται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη, συμβάλλοντας στην αποσύνθεσή της, όπως είναι οι… …

    Dictionary of Greek

  • 7Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 8θουρμπαράν, Φρανθίσκο ντε- — (Francisco de Zurbαrάn, Φουέντε ντε Κάντος, Εστρεμαδούρα 1598 – Μαδρίτη 1664). Ισπανός ζωγράφος. Σε ηλικία 15 ετών φοίτησε στη Σεβίλη, στη σχολή του Ντιάθ ντε Βιλανουέβα. Ωστόσο, οι κυριότεροι παράγοντες στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του… …

    Dictionary of Greek

  • 9Κλέε, Πάουλ — (Paul Κlee, Μίνχεμπουχζεε, Βέρνη 1879 – Μουράλτο, Λοκάρνο 1940). Ελβετός ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων της μοντέρνας ζωγραφικής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τις λεπτές και ενίοτε ειρωνικές μορφές της ζωγραφικής και των σχεδίων …

    Dictionary of Greek

  • 10Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …

    Dictionary of Greek