νεικεστήρ
1νεικεστήρ — και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατήγορος, επιτημητής 2. φιλόνικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι τού ρ. νεικέω) + επίθημα τήρ, δηλωτικό τού δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ τήρ, νασ τήρ] …
2νεικεστήρ — wrangler masc nom sg …
3νεικεστῆρα — νεικεστήρ wrangler masc acc sg …
4νεικητήρ — νεικητήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. νεικεστήρ …