νεηνίσκος
1νεηνίσκος — νεηνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. νεανίσκος …
2νεηνίσκος — νεανίσκος masc nom sg (ionic) …
3νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… …