νεᾱλής
1νεαλής — νεᾱλής , νεαλής newly caught masc/fem nom sg …
2al-2 — al 2 English meaning: “to grow; to bear” Deutsche Übersetzung: “wachsen; wachsen machen, nähren” Material: O.Ind. an ala “ fire “ (“ the glutton “, W. Schulze KZ. 45, 306 = Kl. Schr. 216); Gk. νεᾱλής “ cheerful, strong “ (νέος +… …
3δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …
4κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …