νεή-φᾰτος

  • 1κενεήφατος — κενεήφατος, ον (Α) μυθώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + φατος (< θ. φα πρβλ. φά σις τού φημί), πρβλ. νεή φατος, παλαί φατος] …

    Dictionary of Greek