ναῶν
81έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… …
82αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… …
83αγνισμός — Συμβολικός καθαρισμός της ψυχής. Στην αρχαιότητα, όποιος ήθελε να κάνει θυσία ή να μπει σε ναό για προσευχή, έπρεπε προηγουμένως να καθαρίσει το σώμα του. Ο καθαρισμός γινόταν με ειδικά δοχεία που υπήρχαν στην είσοδο των ναών. Αυτός που έμπαινε… …
84αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …
85ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …
86ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… …
87ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …
88ανασκαφή — Όρος στην αρχαιολογία που δηλώνει το σύνολο των εργασιών που κρίνονται απαραίτητες για να έρθουν στο φως αρχαία μνημεία, ναοί, θέατρα, νεκροπόλεις, κατοικίες κλπ., που έχουν εντελώς ή κατά ένα μέρος σκεπαστεί από το χώμα. Οι πρώτες α. έγιναν την… …
89αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 …
90αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… …