ναῶν

  • 101δομικός — ή, ό (Μ δομικός, ή, όν) [δομή] 1. αυτός που έχει σχέση με τη δομή, το χτίσιμο («δομικά υλικά», «δομικά σχέδια») 2. το θηλ. ως ουσ. η δομική η τέχνη και η επιστήμη τού χτισίματος σπιτιών, ναών, γεφυρών κ.λπ. νεοελλ. φρ. «δομικές αλλαγές» ριζικές… …

    Dictionary of Greek

  • 102ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …

    Dictionary of Greek

  • 103εξωνάρθηκας — Ο πρόναος των πρωτοβυζαντινών ναών, που χτιζόταν κατά μήκος της δυτικής πλευράς τους. Ήταν στενότερος του εσωνάρθηκα και αποτελούσε τον χώρο ταφής των ανώτερων αξιωματούχων του κράτους. Περίφημος ε. ήταν εκείνος της Αγίας Σοφίας. * * * και… …

    Dictionary of Greek

  • 104επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 105επενθρώσκω — ἐπενθρῴσκω (Α) τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.) 2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 106επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …

    Dictionary of Greek

  • 107επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής …

    Dictionary of Greek

  • 108επιχρύσωση — Τεχνική της επικάλυψης διαφόρων αντικειμένων από μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.ά. με χρυσό. Η ε. πραγματοποιείται με ποικίλες μεθόδους· με χρυσό σε φύλλα, σε πλάκες, σε αμάλγαμα, σε ρινίσματα, με θέρμανση ή χωρίς θέρμανση, με μηχανικά ή χημικά μέσα,… …

    Dictionary of Greek

  • 109ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… …

    Dictionary of Greek

  • 110ευνάων — εὐνάων, ουσα, ον (Α) 1. αυτός που ρέει καλά 2. ο υγρός («ἀπ᾿ εὐνάοντος οὐρανοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νάων (μτχ. ενεστ. τού ρ. νάω «ρέω»)] …

    Dictionary of Greek