ναΐα
1Νάια — Νάϊα και Νᾱα, τὰ (Α) [Νάϊος] γιορτή που τελούνταν προς τιμή τού Ναΐου Διός στη Δωδώνη …
2ναία — νᾱΐᾱ , νήιος fem nom/voc/acc dual (doric) νᾱΐᾱ , νήιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3Ναῖ' — Ναῖα , Νάια neut nom/voc/acc pl Ναῖε , Νάιος masc voc sg …
4Ναίοις — Νάια neut dat pl Νάιος masc dat pl …
5Ναίοισι — Νάια neut dat pl (epic ionic aeolic) Νάιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6Ναίοισιν — Νάια neut dat pl (epic ionic aeolic) Νάιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7Ναίων — Νάια neut gen pl Νάιος masc gen pl …
8πεντεκαιδεκαναΐα — ἡ, Α μοίρα στόλου από δεκαπέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα, πεντα ναΐα] …
9ная́да — ы, ж. В древнегреческой мифологии: нимфа рек и ручьев. Но кто вдали, нарушив тишину, Уснувшую волну Подъемлет и колеблет? Прелестная нагая Богиня синих вод Наяда молодая. А. Кольцов, Наяда. [греч. Ναϊας, Ναϊαδος] …
10πενταναΐα — και πεντεναΐα, ἡ, Α μοίρα στόλου από πέντε πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + ναΐα (< ναῦς), πρβλ. δεκα ναΐα] …