ναύαρχος
1ναύαρχος — commander of a fleet masc nom sg …
2ναύαρχος — ο (ΑΜ ναύαρχος, Μ και ναυάρχος) ο διοικητής τού στόλου νεοελλ. 1. βαθμός ανώτατου μάχιμου αξιωματικού τού Πολεμικού Ναυτικού που φέρει μόνον ο αρχηγός τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης εφ όσον προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό 2. ο… …
3ναύαρχος — ο 1. αρχηγός στόλου. 2. ανώτατος στο βαθμό αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Σωτηριάδης, Ιωάννης — Ναύαρχος, ο πρώτος επιστημονικά μορφωμένος αξιωματικός του ελληνικού στόλου. Η χρονολογία της γέννησης του δεν έχει εξακριβωθεί, πέθανε όμως το 1874. Πήρε μέρος, παιδί ακόμα, στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Αργότερα πήγε στην Αγγλία, όπου σπούδασε… …
5Наварх — (ναύαρχος) предводитель флота и вместе с тем главнокомандующий боевых сил у спартанцев; должность позднего происхождения (с 480 г.). Значение ее было весьма велико: нередко народная партия противопоставляла Н. законным царям. Для контроля над Н.… …
6Ουλιάδης — Ναύαρχος των Σαμίων, τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Μετά τη μάχη των Πλαταιών προσκάλεσε τον ελληνικό στόλο να συμπολεμήσει μαζί του στη Μυκάλη. Το 476 π.Χ., συμπολεμώντας με τον Παυσανία στο Βυζάντιο, τόσο χολώθηκε από τον αυταρχικό χαρακτήρα του… …
7ναυάρχοις — ναύαρχος commander of a fleet masc dat pl …
8ναυάρχου — ναύαρχος commander of a fleet masc gen sg ναυάρχης masc gen sg …
9ναυάρχους — ναύαρχος commander of a fleet masc acc pl …
10ναυάρχων — ναύαρχος commander of a fleet masc gen pl …