ναύκληρος
1ναύκληρος — shipowner and merchant masc nom sg …
2ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… …
3ναύκληρος — ο 1. στους αρχαίους Έλληνες, ο ιδιοκτήτης πλοίου. 2. σήμερα, ο πρώτος ναύτης από το πλήρωμα εμπορικού πλοίου, αλλ. λοστρόμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ναυκλήροις — ναύκληρος shipowner and merchant masc dat pl …
5ναυκλήρου — ναύκληρος shipowner and merchant masc gen sg …
6ναυκλήρους — ναύκληρος shipowner and merchant masc acc pl …
7ναυκλήρων — ναύκληρος shipowner and merchant masc gen pl …
8ναυκλήρῳ — ναύκληρος shipowner and merchant masc dat sg …
9ναύκληρε — ναύκληρος shipowner and merchant masc voc sg …
10ναύκληροι — ναύκληρος shipowner and merchant masc nom/voc pl …