ναυ-πηγία

  • 1θυροπηγία — θυροπηγία, ἡ (Α) η κατασκευή θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + πηγία (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγία, σκηνο πηγία] …

    Dictionary of Greek

  • 2κλιμακοπηγία — η 1. η κατασκευή κλίμακας, σκάλας 2. το δικαίωμα τής στερέωσης κλίμακας σε ξένη ιδιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + πηγία (< πηγός < πήγνυμι «κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγία, ναυ πηγία] …

    Dictionary of Greek